Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Όταν τον κοιτάς και σου κόβεται η ανάσα.

Από εκείνες τις μέρες που κάθομαι οκλαδόν στο τζάκι σαν μικρό παιδί και κοιτάζω την φωτιά.
Μα δεν είμαι πλέον παιδί μαμά και ο κόσμος με τρομάζει. 
Τι και αν ο χρόνος κυλάει σαν αναμμένο τσιγάρο, με τις αναμνήσεις σου πορεύεσαι.

Η φωτιά κρατά ζωντανές τις σκέψεις μου και το κρύο έξω μου παγώνει τα άκρα των ποδιών, σαν να θέλει να ξυπνήσω. Να προσγειωθώ.

Δυο δάχτυλα ουίσκι, να με βοηθήσουν να μουδιάσω το τώρα. 

Στρωμένη φλοκάτη στο πάτωμα και πίνακες στον τοίχο που χαζεύω, καθώς ο αέρας και τα δέντρα γραντζουνάνε το παράθυρο.
Δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Διακρίνεις την ομορφιά μέσα από αυτό, όπως με τις ψυχές των ανθρώπων. 

Μας φαντάζομαι λοιπόν, επάνω σε αυτήν την φλοκάτη. 
Εσένα γυμνό να πίνεις το ουίσκι σου και μένα να με αγκαλιάζει το σεντόνι, καθώς με κοιτάς. 
Τρέμει το χέρι μου, θα νομίζεις ότι έχω πρόβλημα.
Αλλά ευθύνεται το βλέμμα σου και η ανάσα μου κόβεται. 

Το σώμα σου επάνω στο δικό μου, πάνω στην φλοκάτη. 
Το σώμα σου επάνω στο δικό μου, να παίρνουν φωτιά και ο αέρας έξω να δυναμώνει και άλλο.

Μείνε...

14.01
#Τζω.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αύγουστος 22'

Και αν ο Αύγουστος είχε γεύση, θα ήταν αυτή των χειλιών σου. Αύγουστος που θυμίζει άραγμα στον καναπέ, όταν οι άλλοι ψήνονται έξω.  Χαμόγελο που θυμίζει ηλιοβασίλεμα, σαν αυτά που χαζεύουμε στις παραλίες καθώς κοιτάμε το πουθενά.  Και αναρωτιόμαστε πόσο μικροί είμαστε.  Αέρας βραδινός, ίσα που μας ακουμπάει στα μάγουλα...  Σαν όπως σε φιλώ τα βράδια πριν σε καληνυχτίσω, καθώς τα μάτια σβήνουν από την κούραση.  Και αν οι διακοπές είχαν φωνή, θα φώναζαν το όνομα σου.  Θα σε ξυπνούσα με καφέ και πρωινό στο κρεβάτι, όσο αγουροξυπνημένα θα μου χαμογελούσες.  Κουρτίνα κλειστή, ίσα που ο ήλιος θα μας χάιδευε τα πρόσωπα.  Το δικό μας ξυπνητήρι.  Αυλή και καφές στον κήπο.  Θα πίνω καφέ κοιτάζοντας το κενό και εσύ θα γελάς με το κοιμισμένο βλέμμα μου.  Και αν αγχώνομαι όπως πάντα, θα κρατάς τις ισορροπίες.  Και αν σε θυμώνει οποιοσδήποτε, θα κρατώ τις δικές σου.  Και αν παίρνω την μάνα μου συχνά για καληνύχτα μην απορείς, δεν είναι από αναφορά. Την σκέφτομαι.  Και αν σταθώ σε εκείνη την αυλή και

Καλοκαίρι.

Μου θυμίζεις παιδικό έρωτα. Από αυτούς τους καλοκαιρινούς, που μυρίζεις θάλασσα και αλάτι και ίσα που σε ακουμπάει ο Αυγουστιάτικος αέρας. Που βλέποντας τον ήλιο θυμάσαι παιδικές αναμνήσεις που αναπολείς. Κάπως έτσι μοιάζεις... Σε κοιτώ στα μάτια και μου κόβεται η ανάσα. Ταχυπαλμίες λες και είμαι 15 χρονών κοριτσάκι. Που πέφτουν οι άμυνες μου και λιώνω. Που κρατώντας σου το χέρι μου θυμίζεις καλοκαίρι και παγωτό στο χέρι. Από εκείνο το αγαπημένο. Και αν το νηφάλιο μου χαμόγελο δεν σου αρκεί, το μεθυσμένο μου θα σου βγάλει αλήθειες της βραδιάς και οι κόμποι θα λυθούν. Δεν θέλω από εκείνους τους σοβαρούς έρωτες. Θέλω εκείνους τους τρελούς, γεμάτο πάθος. Που θα τους κοιτάμε από ψηλά και θα γελάμε. Θα κάνουμε όνειρα για το αύριο και θα γλεντάμε το σήμερα. Και αν πέσω με τα μούτρα, μην θυμώνεις. Μου έχει λείψει αυτός ο παιδικός έρωτας και εγώ δένομαι. Θα μας συντροφεύουν τα αστέρια και θα κοιταζόμαστε με τις ώρες. Χωρίς να μιλάμε. Θα μιλούν τα μάτια μόνα τους κ

Απρίλης

Βραδινός αέρας του Απρίλη να χαϊδεύει τους ώμους μας. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Σαν με κοιτάς να κοκκινίζω και να γελούν τα μάτια μου. Να μην χρειαστεί να πούμε κουβέντα, τα μάτια θα μιλήσουν μόνα τους. Και είναι εκεί που με κοιτάς και όπως κοκκινίζουν τα μάγουλα μου, κατεβάζω το κεφάλι μου κάτω σαν μικρό παιδί. Μέχρι και τα λακάκια μου γελούν, καθώς δαγκώνω το κάτω μέρος απ'τα χείλη μου. Και αν πατήσεις το γκάζι, μην έχεις την έννοια μου. Κοιτάμε ευθεία στο κενό, όσο αφήνουμε τα δέντρα πίσω μας. Και αν ανοίγω το παράθυρο τέρμα, μην απορείς. Χειμώνα - καλοκαίρι, ο αέρας μου κρατάει συντροφιά. Και αν δεν προλάβω να σου πω καλημέρα, μην ξενερώνεις. Ξυπνάω στραβά, που δεν ξυπνάω πλάι σου. Και αν δεν προλάβω να φάω, μην θυμώνεις. Με καταβάλει το άγχος και η κούραση. Και αν κολλάω πάνω σου όταν σε έχω αγκαλιά μου, μην τρομάζεις. Μου θυμίζεις παιδικό έρωτα με παγωτό στο χέρι, καλοκαίρι, που δεν θέλω να τελειώσει. Καλοκαίρια που έφτανε τέλος Αυγούστου και ανυπομονούσες να γυρίσεις πίσω στο σ